TA ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΜΑΓΕΙΡΙΚΗΣ
«Λοιπόν, λέγε, τι γλυκά θα φτιάξουμε;» Αγκαλιά με το λάπτοπ και ένα ξεθωριασμένο μπλε τετράδιο απ’ αυτά που αγοράζαμε σωρηδόν τη δεκαετία του ’80, η Δ. ήρθε φουριόζα και κάθισε με φόρα στον καναπέ. Η ιδέα ήταν εμπνευσμένη από τα σημεία των καιρών και το υπέροχο μικρό μπαλκονάκι στο σπίτι της στο Παγκράτι, που χαρίζει γενναιόδωρα όμορφα ηλιοβασιλέματα με την Ακρόπολη σε πρώτο πλάνο: Αντί για τραπέζι γενεθλίων θα έκανε μπουφέ γλυκών που θα συνοδευόταν από διάφορα ροφήματα και μικρές υποψίες αλκοόλ.
Με ρίσκο να καταλήξουμε να θυμίζουμε καρέ βγαλμένο από ταινία εποχής του βρετανικού σινεμά, το σχέδιο ήταν σίγουρα έξυπνο, πρωτότυπο και αρκετά απλό – φαινομενικά τουλάχιστον. Μετά από εξαντλητική έρευνα στο διαδίκτυο και άπειρες μουντζουρωμένες σελίδες με λίστες στο τετράδιο, βρήκαμε επιτέλους τις συνταγές για τα γλυκά που θα… επωμίζονταν το βάρος από τα φετινά κεράκια γενεθλίων της Δ. Λίγα και καλά. Και εύκολα, αφού στο μαγειρικό σκέλος του πρότζεκτ η Δ. είχε ήδη προειδοποιήσει ότι θα χρειαστεί χείρα βοηθείας- ή μάλλον, για την ακρίβεια, χείρες και μάλιστα αρκετές. Σε ό, τι αφορά στις άπειρες δικές μου, ήταν αποφασισμένο ότι θα έφτιαχναν μηλόπιτα.
Συγκεντρώνω τα υλικά στον πάγκο της κουζίνας: μήλα, ζάχαρη, κονιάκ, νερό, βούτυρο, κανέλα, αυγά, μπέικιν, αλεύρι, βανίλια. Με πιάνει ένας μίνι πανικός- τι θα κάνω τώρα; Από πού αρχίζουμε πρώτα, γέμιση ή ζύμη; Τι εννοεί τρίβουμε τα μήλα- πού δηλαδή, πως; Στον τρίφτη, στο μίξερ- ή μήπως εννοεί ότι τα κόβουμε μικρά μικρά κομματάκια, όπως έκανε η γιαγιά; Η μηλόπιτα ήταν το γλυκό της γιαγιάς, το λάτρευε. Άγλυκο γλυκό, έτσι το έλεγε- πήγαινε λέει με την ιδιοσυγκρασία της, τόσο-όσο γλυκό, χωρίς να σε λιγώνει, χωρίς να βάζει όρια στο πόσο θα θελήσεις να γευτείς. Έφτιαχνε κάθε χρόνο του Ευαγγελισμού, στη γιορτή της- «για το καλό». Και γέμιζε το σπίτι μυρωδιά βούτυρου και ψημένης κανέλας.
Ξεκινώ λοιπόν, τηρώντας τη συνταγή ευλαβικά, ενώ παράλληλα, τη μιμούμαι ασυναίσθητα – τα επιδέξια χέρια της να μπολιάζουν τα υλικά με αργές, σίγουρες κινήσεις, τα μεταμορφώνουν σε γέμιση και ζύμη κι έπειτα στο «άγλυκο γλυκό». Το βάζω στο φούρνο, το σπίτι μυρίζει πάλι κανέλα και φρέσκο βούτυρο. Δεν χρειάζονται κλεφτές ματιές από το τζαμάκι της πόρτας, το άρωμα και μόνο αρκεί για να καταλάβεις αν το πείραμα πέτυχε και κυρίως εάν ο ασθενής τελικά έζησε. Έτσι είναι – στην αυτοκρατορία των αισθήσεων, σε μέρη που φωλιάζουν μνήμες που ξυπνούν αγαπημένες μυρωδιές, τα πράγματα γίνονται «όπως ακριβώς πρέπει». Σχεδόν νομοτελειακά. Αρκεί να το πάρουμε απόφαση.
Κάτι λιγότερο από μια ώρα μετά, η μηλόπιτά μου, είναι έτοιμη να φύγει για το μπαλκόνι της Δ., για να γιορτάσει ξανά με ανθρώπους αγαπημένους. Ακόμα κι αν το φθινοπωρινό αεράκι χαϊδεύει κάπως γλυκύτερα το δέρμα από εκείνο των Μάρτηδων του Ευαγγελισμού. Κι ακόμα κι αν τα χέρια που την έφτιαξαν ήταν τα άπειρα, αδέξια δικά μου.
Η Λ. μαγειρεύει στο Παγκράτι.