TA ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΜΑΓΕΙΡΙΚΗΣ
Κόκκοι κρυσταλλικής ζάχαρης, πολυκαιρισμένοι και μπολιασμένοι με αχνή μυρωδιά από βανίλια και τριμμένο γαρίφαλο ξεπήδησαν απρόσμενα καθώς ξεφύλλιζα τις σελίδες του- σελίδες κιτρινισμένες, πρόχειρα δεμένες με σπάγκο που τις θωράκισε όσο μπορούσε απέναντι στο σκόρπισμα που φέρνει μαζί του συνήθως ο χρόνος. Εκεί, ανάμεσα σε περισπωμένες, οξείες, δασείες και μουντζούρες από βαθύ μπλε μελάνι, γραμμένες άναρχα από τον ίδιο, οι συνταγές των γλυκών του (προ) παππού Βασίλη – άναρχες κι αυτές, γεμάτες ζωή σαν κι εκείνον, που έκλεψε την (προ) γιαγιά Κρυσταλλία με μπαμπά ταξίαρχο και εξέχουσα προσωπικότητα της Κεφαλονιάς, παραιτήθηκε από τη Χωροφυλακή και ήρθαν στην Αθήνα να κερδίσουν τη ζωή τους. Μαζί.
Είχε φάει τον τόπο η γιαγιά να το βρει αυτό το βιβλίο: τα καλογυαλισμένα παλιακά της έπιπλα είχαν γίνει κυριολεκτικά φύλλο και φτερό απ’ το πολύ ψάξιμο. Κάποια στιγμή παραιτήθηκε, απογοητευμένη πως «χάθηκε, μάλλον, σε κάποια μετακόμιση». Δεν ήταν μόνο οι συνταγές που είχε μέσα, ήταν πως οι σελίδες του ξετύλιγαν, βήμα βήμα, την ιστορία της μεγάλης αγάπης των γονιών της – μιας αγάπης ποτισμένης με μικρά σφηνάκια πεπαλαιωμένου κονιάκ, ξύσμα πορτοκαλιού, και διακριτικό άρωμα από βούτυρο γάλακτος: Κάθε μια του σελίδα κι από ένα γλυκό – για κάθε τι που έκανε, λέει, την καρδιά του Βασίλη και της Κρυσταλλίας να πάλλεται. Έπειτα, είχε συμπληρωμένη πάνω-πάνω την ημερομηνία, και είχε βάλει τις συνταγές σε σειρά – ένα ιδιότυπο ημερολόγιο της κοινής ζωής τους, πολύτιμο μωσαϊκό κρυστάλλινων στιγμών και ακόμα πιο κρυστάλλινων αισθημάτων.
Το στεγνά μοντέρνο «πινγκ» που ακούστηκε από το κινητό μου με τράβηξε από το ροζ κομμάτι της γενεαλογικής μου ιστορίας και με επανέφερε απότομα από την εποχή των μυθιστορηματικών ερώτων του μεσοπολέμου στο σήμερα. Ντύθηκα βιαστικά, έχωσα στην τσάντα το βιβλίο με τις συνταγές, και λίγη ώρα μετά, χτυπούσα το κουδούνι της γιαγιάς με μια σακούλα σούπερ μάρκετ στο ένα χέρι και τις συνταγές στο άλλο. «Μάντεψε» της είπα, τείνοντάς της το βιβλίο. Το έπιασε με τα ακροδάχτυλά της, απαλά, όπως πιάνουμε ένα πολύτιμο αντικείμενο φτιαγμένο από τα πιο εύθραυστα υλικά. Τα μάτια της πήραν να ξεχειλίζουν δάκρυα. «Έλα έλα, δεν θέλω συγκινήσεις τώρα. Βρήκα μια καταπληκτική συνταγή για βασιλόπιτα, αλλά πρέπει να τη δοκιμάσουμε πρώτα μόνες μας, να δούμε σε τι θερμοκρασία πρέπει να την ψήσουμε, πόσο- δεν τα λέει αυτά μέσα κι αυτός ο χριστιανός. Μην κάτσει η βασιλόπιτα πρωτοχρονιάτικα και πάει γκαντέμικος όλος ο χρόνος! Και επειδή μόνη μου θα τα κάνω θάλασσα, σου πήρα τα υλικά. Έλα, θα τη φτιάξουμε μαζί».
Το βλέμμα της ζέστανε, σαν να της είχα μόλις κάνει το σπουδαιότερο δώρο του κόσμου. Σήκωσε τα μανίκια της ρόμπας της, τύλιξε την ποδιά γύρω απ’ τη μέση της, άπλωσε τα υλικά στον πάγκο της κουζίνας της – αλεύρι, ζάχαρη, Χωριό λιωμένο αγελαδινό βούτυρο γάλακτος, αλάτι, αυγά, κονιάκ, χυμό και ξύσμα πορτοκαλιού, βανίλια, γαρίφαλο, αμυγδαλόψιχα. Όσο τα δούλευε, μπολιάζοντάς τα στο γυάλινο μπωλ της, μου αφηγούνταν την ιστορία των παππούδων απ’ την αρχή, σαν τις ιστορίες που μας έλεγε παιδιά, κάθε που πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Εκεί που οι λευκές νύχτες γεννούσαν μαγικά παραμύθια και κόσμους που τα έκαναν πραγματικότητα. Έφυγε απ’ τον έλεγχό μου η σκέψη, ακούστηκε δυνατά από την αγαπημένη μου γιαγιά. «Για τον ίδιο λόγο στα λέω και τώρα. Πάντα θα υπάρχουν παραμύθια γύρω μας – πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν. Το θέμα είναι να έχουμε ανθρώπους γύρω μας που τους δίνουμε και μας δίνουν αγάπη. Και όλα τ’ άλλα θα’ρθούν…»
Η Α. μαγειρεύει με τη γιαγιά της στα Πατήσια.